διάβρωμα

διάβρωμα
το (AM διάβρωμα)
(για ξύλο, μεμβράνη, ρούχο, ύφασμα κ.λπ.) αυτό που έχει καταφαγωθεί από Έντομα ή από διαβρωτικές ύλες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβρωμάτων — διάβρωμα that which is eaten through neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγωματιά — η διάβρωμα, φθορά από διάβρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”